- μπαμπακερός
- η , ό1) хлопковый; 2) хлопчатобумажный; 3) ватный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπακερός — ή, ό (Μ μπαμπακερός, ή, όν) [μπαμπάκι] φτειαγμένος από βαμβάκι, βαμβακερός («μπαμπακερό ύφασμα») νεοελλ. φρ. «από μια μπαμπακερή κλωστή κρέμομαι» βρίσκομαι σε πολύ επισφαλή και επικίνδυνη θέση … Dictionary of Greek
μπαμπακερός — ή, ό ο φτιαγμένος από μπαμπάκι, ο βαμβακερός: Μπαμπακερά σεντόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβακερός — και μπαμπακερός, ή, ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, ή, όν) 1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι … Dictionary of Greek
βαμβακερός — βαμβακερός, ή, ό και μπαμπακερός, ή, ό 1. ο βαμβακένιος: Οι βαμβακερές κάλτσες είναι οι καλύτερες για το καλοκαίρι. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βαμβακερά ρούχα και είδη από μπαμπάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)